- εὐκόλυμβος
- εὐκόλυμβοςdiving wellmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευκόλυμβος — εὐκόλυμβος, ον (Α) αυτός που κολυμπάει καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κόλυμβος «κολύμβηση»] … Dictionary of Greek
εὐκόλυμβον — εὐκόλυμβος diving well masc/fem acc sg εὐκόλυμβος diving well neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκολύμβους — εὐκόλυμβος diving well masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλυμβος — (Colymbus). Γένος μεμβρανοπόδων πτηνών της οικογένειας των κολυμβιδών, της τάξης των γαβιομόρφων. Τα πουλιά αυτά, γνωστά ως κολίμπριβουταναριές, είναι επιδέξιοι βουτηχτές και κολυμπούν με ευκολία στο νερό, ακόμα και κάτω από την επιφάνειά του.… … Dictionary of Greek